- δυσκατάπρακτος
- δυσκατά-πρακτος, ον,A hard to effect, X.Cyr.8.7.12 ([comp] Comp.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσκατάπρακτος — δυσκατάπρακτος, ον (Α) δυσκολοκατόρθωτος … Dictionary of Greek
δυσκαταπρακτοτέρων — δυσκατάπρακτος hard to effect fem gen comp pl δυσκατάπρακτος hard to effect masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκατάπρακτον — δυσκατάπρακτος hard to effect masc/fem acc sg δυσκατάπρακτος hard to effect neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)